πεψίνη

πεψίνη
η
ουσία του γαστρικού υγρού που συντελεί στην πέψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο σε μορφή αδρανή, που εκκρίνουν οι αδένες του στομάχου ως πεψιγόνο και το οποίο μετατρέπεται σε π. υπό την επίδραση του υδροχλωρικού οξέος του γαστρικού υγρού και του ήδη ενεργοποιηθέντος πλάσματος του ένζυμου. Η π. σε όξινο… …   Dictionary of Greek

  • ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… …   Dictionary of Greek

  • πεψινάση — η, Ν (βιοχ.) η πεψίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pepsinase (< πεψίνη* + κατάλ. ase)] …   Dictionary of Greek

  • πεψινογόνος — ο, Ν το ουδ. ως ουσ. το πεψινογόνο ανενεργό πρόδρομο της πεψίνης που εκκρίνεται από τα κύρια κύτταρα τού γαστρικού τοιχώματος και το οποίο μετασχηματίζεται σε πεψίνη σε όξινο περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pepsinogen (<… …   Dictionary of Greek

  • καζεΐνη — Το κύριο κλάσμα πρωτεϊνών που περιέχεται αποκλειστικά στο γάλα των θηλαστικών, σε ποικίλες αναλογίες στα διάφορα είδη. Στη βιομηχανία η κ. παραλαμβάνεται απευθείας από το γάλα. Η καθαρή κ. είναι λευκή σκόνη, αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή σε… …   Dictionary of Greek

  • παπάγια — (καρική η παπάια). Φυτό της οικογένειας των καρικιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Μεξικού, που καλλιεργείται πολύ στις τροπικές περιοχές. Είναι δέντρο μάλλον ψηλό, με κορμό άκλωνο και φύλλα παλαμοσχιδή, μακρόμισχα· οι εδώδιμοι καρποί του είναι… …   Dictionary of Greek

  • στομάχι — (Ανατ.). Το πρώτο μέρος του ενδοκοιλιακού τμήματος του πεπτικού σωλήνα. Βρίσκεται αμέσως κάτω από το αριστερό μισό του διαφράγματος και συνεχίζεται προς τα πάνω με τον οισοφάγο και προς τα κάτω με το δωδεκαδάκτυλο. Η περιοχή μετάβασης από τον… …   Dictionary of Greek

  • χυμοθρυψίνη — η, Ν* (βιοχ.) ένζυμο τού παγκρεατικού υγρού, που διασπά τα πεπτίδια και τις πρωτεΐνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chymotrypsin < chymo (< χυμός) + trypsin «θρυψίνη» (< τρύω «καταπονώ», κατά το pepsin «πεψίνη»)] …   Dictionary of Greek

  • γαστρικό υγρό — Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Νόρθροπ, Τζον Χόουαρντ — (John Howard Northrop, Γιόνκερς, Νέα Υόρκη 1891 – 1987). Αμερικανός χημικός. Πήρε το πτυχίο της χημείας αρκετά νέος και προσανατoλίστηκε στον τομέα των οργανικών ενώσεων. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη βιολογική χημεία· σε αυτόν οφείλονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”